- ύδης
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) «ποιητήςσυνετός».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὑδέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὕδης — vádati masc nom sg ὕ̱δης , ὑδέω call imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑδέω call imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕδης — Ὕδη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδη — ὕδης vádati masc voc sg ὕ̱δη , ὑδέω call imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑδέω call pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑδέω call imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδην — ὕδης vádati masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδω — ὕδης vádati masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδῃ — ὕδης vádati masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδας — ὕδᾱς , ὕδης vádati masc acc pl ὕδᾱς , ὕδης vádati masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε … Dictionary of Greek
αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek
υδέω — και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α 1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζω («αὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.) 2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν τρέχειν, λέγειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται… … Dictionary of Greek